κολουμβίτης

κολουμβίτης
ο
(ορυκτ.) σκληρό, μαύρο, συχνά ιριδίζον και βαρύ ορυκτό οξείδιο τού σιδήρου, τού μαγγανίου και τού νιοβίου, αλλ. νιοβίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. columbite < νεολατ. columbium (< Columbia, τοπωνύμιο τών ΗΠΑ) + -ite].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • νιοβίτης — ο (ορυκτ.) άλλη ονομασία τού ορυκτού κολουμβίτης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”